ΚΕΡΑΤΟΚΩΝΟΣ
Τι είναι ο κερατόκωνος;
Ο κερατόκωνος είναι μια νόσος που οδηγεί στην προοδευτική παραμόρφωση του κερατοειδούς χιτώνα. Πιο συγκεκριμένα ο κερατοειδής λαμβάνει σταδιακά σχήμα κώνου ενώ στην πορεία (ιδίως στην κορυφή του κώνου) προκαλείται λέπτυνση και ενίοτε θόλωση λόγω ουλοποίησης του κερατοειδικού ιστού. Η νόσος εμφανίζεται περίπου στην ηλικία της εφηβείας και εξελίσσεται μέχρι και την τέταρτη δεκαετία της ζωής. Έχει συχνότητα περίπου 1:2000, οπότε δεν είναι μια ιδιαίτερα σπάνια νόσος. Προσβάλλονται σχεδόν πάντα και τα δυο μάτια αλλά η προσβολή είναι ενίοτε ασύμμετρη (το στάδιο σοβαρότητας της νόσου δηλαδή μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα δύο μάτια).
Οφθαλμός με κερατόκωνο. Αριστερά: χαρακτηριστική λέπτυνση του στρώματος, δεξιά: κεντρική ουλοποίηση
Τι προκαλεί τον κερατόκωνο
Τα ακριβή αίτια της νόσου αυτής δεν είναι γνωστά. Ωστόσο γνωρίζουμε μια σειρά από καταστάσεις που αποδεδειγμένα σχετίζονται θετικά με την εκδήλωση του κερατόκωνου. Η πιο χαρακτηριστική προδιαθεσική κατάσταση είναι το τρίψιμο των ματιών. Νόσοι λοιπόν που σχετίζονται με κνησμό και τρίψιμο στα μάτια (αλλεργίες, αλλεργική επιπεφυκίτιδα και λοιπές αλλεργικές/ατοπικές νόσοι όπως το άσθμα, η ατοπική δερματίτιδα, η ροδόχρους ακμή κτλ.) ανήκουν στους παράγοντες κινδύνου για τον κερατόκωνο. Θετική συσχέτιση του κερατόκωνου υπάρχει επίσης με κάποιες νόσους του συνδετικού ιστού (πχ σύνδρομο Marfan, σύνδρομο Ehlers-Danlos) καθώς και με κάποιες νόσους που οφείλονται σε γενετικές, χρωμοσωμικές ανωμαλίες (πχ σύνδρομο Down).
Τι συμπτώματα έχει ο κερατόκωνος
Το τυπικό με τον κερατόκωνο είναι ότι οι ασθενείς βλέπουν θολά και παραμορφωμένα. Αυτό οφείλεται στη χαρακτηριστική για τη νόσο αυτή αύξηση της μυωπίας και του αστιγματισμού. Οι ασθενείς λαμβάνουν νέα γυαλιά αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων γρήγορα επιστρέφουν στον οφθαλμίατρο, γιατί η βελτίωση της όρασης είναι μόνο παροδική και τα νέα γυαλιά πάλι δεν ταιριάζουν, αφού κυρίως ο αστιγματισμός συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτή η συχνή αλλαγή γυαλιών μπορεί να μεταφραστεί και ως δυσανεξία ή δυσκολία με τους μαλακούς φακούς επαφής αλλά και ως προβλήματα με τους σκληρούς φακούς επαφής, που συχνά οι ασθενείς τους χάνουν, λόγω της ειδικής μορφολογίας (σχήματος κώνου) του κερατοειδούς. Όπως προαναφέρθηκε, τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν κατά κανόνα στην ηλικία της εφηβείας αλλά σταθεροποιούνται περίπου στην ηλικία των 35 ετών, διότι τότε σταματάει η συνεχής αύξηση του αστιγματισμού και οι αλλαγές στη μορφολογία του κερατοειδούς.
Τέλος αξίζει μια ειδική αναφορά στη συμπτωματολογία του οξέος κερατόκωνου ή ύδρωπα κερατοειδούς. Πρόκειται για μια σπανιότερη επιπλοκή του κερατόκωνου, στην οποία η σημαντική επιδείνωση του κερατόκωνου οδηγεί στη ρήξη κάποιων στιβάδων του κερατοειδούς με αποτέλεσμα την αιφνίδια θόλωση του κερατοειδούς. Αυτό συνεπάγεται απότομη μείωση της όρασης, έντονη φωτοευαισθησία, πόνο και ερυθρότητα οφθαλμού.
Σύγκριση φυσιολογικής όρασης (αριστερή φωτογραφία) με αυτή ασθενούς με κερατόκωνο (δεξιά φωτογραφία)
Πώς γίνεται η διάγνωση του κερατόκωνου;
Η διάγνωση της νόσου αυτής είναι πολύ σημαντική κυρίως γιατί όσο πιο έγκαιρα γίνει, τόσο πιο νωρίς μπορεί να εφαρμοστούν ειδικές θεραπείες που διακόπτουν την πορεία επιδείνωσής της. Πέραν τούτου είναι πολύ σημαντική η διάγνωση του κερατόκωνου σε ασθενείς που επιθυμούν με τη διαθλαστική χειρουργική να απαλλαγούν από τη χρήση γυαλιών ή φακών επαφής, διότι στις περιπτώσεις αυτές τα διαθλαστικά χειρουργεία είτε αντενδείκνυνται, είτε εφαρμόζονται με προσοχή και μεγάλη επιφύλαξη. Πιο συγκεκριμένα:
Η εξέταση του κερατοειδούς στην ειδική σχισμοειδή λυχνία ενίοτε αποκαλύπτει κάποια κλινικά σημεία που είναι υποδηλωτικά του κερατόκωνου. Τέτοια είναι το σημείο Munson, οι γραμμές του Vogt και ο δακτύλιος του Fleischer. Ωστόσο τα σημεία αυτά αφορούν συνήθως τα προχωρημένα στάδια της νόσου. Στις λοιπές περιπτώσεις που υπάρχει η κλινική υποψία του κερατόκωνου διενεργείται η λεγόμενη τοπογραφία του κερατοειδούς, μια πολύτιμη εξέταση που κάνει ειδικές μετρήσεις της πρόσθιας και της οπίσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς βοηθώντας τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου αυτής.
Διάγνωση του κερατοκώνου κατά την τοπογραφία του κερατοειδούς
Πώς αντιμετωπίζεται ο κερατόκωνος;
Α. βοηθήματα οράσεως
Στους ασθενείς με κερατόκωνο συνταγογραφούνται γυαλιά και φακοί επαφής, αν και λόγω της παραμόρφωσης του σχήματος του κερατοειδούς η βελτίωση της όρασης είναι μόνο μερική. Την καλύτερη δυνατή όραση στους ασθενείς με κερατόκωνο παρέχουν οι ειδικοί κερατοκωνικοί σκληροί φακοί επαφής, διότι δεν διορθώνουν μόνο το διαθλαστικό σφάλμα αλλά και την παραμόρφωση του κερατοειδικού ιστού.
Β. μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική)
Σε προχωρημένα στάδια της νόσου, όπου ο ασθενής βλέπει πολύ άσχημα παρά τους σκληρούς φακούς επαφής (πχ λόγω της δημιουργίας ουλών στον κερατοειδή ή λόγω της υπερβολικής λέπτυνσης του κερατοειδούς) ή όπου δεν είναι καν εφικτή η χρήση των ειδικών αυτών φακών (είτε γιατί ο ασθενής παρουσιάζει δυσανεξία σε αυτούς είτε γιατί τους χάνει συχνά λόγω της παθολογικής καμπυλότητας του κερατοειδούς) μοναδική λύση είναι η μεταμόσχευση του κερατοειδούς. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής λαμβάνει ένα κερατοειδικό μόσχευμα είτε ολικού πάχους (διαμπερής κερατοπλαστική) είτε μερικού πάχους (DALK-deep anterior layer keratoplasty). Οι μεταμοσχεύσεις-DALK είναι τεχνικά πιο δύσκολες αλλά έχουν το μείζον πλεονέκτημα ότι η πιθανότητα απόρριψης του μοσχεύματος (η πλέον βασική δηλαδή επίφοβη επιπλοκή των κερατοπλαστικών) είναι μικρότερη. Οι μεταμοσχεύσεις κερατοειδούς είναι οι πιο συχνά διενεργούμενες μεταμοσχεύσεις παγκοσμίως και χάρις στις μοντέρνες χειρουργικές τεχνικές καθώς και στα ειδικά, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα τελευταίας γενιάς έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Οφθαλμός μετά από μεταμόσχευση κερατοειδούς
Γ. Διασύνδεση κερατοειδικού κολλαγόνου (Cross-Linking)
Το Cross-Linking είναι μια εξαιρετική και μοντέρνα επέμβαση, που αναπτύχθηκε στην πανεπιστημιακή οφθαλμολογική κλινική της Δρέσδης και σύμφωνα με τις έρευνες που δημοσιεύονται συνεχώς παρουσιάζει θετικότατα αποτελέσματα ακόμα και 10 χρόνια μετά το χειρουργείο. Στόχος της επέμβασης αυτής είναι να σταματήσει την εξέλιξη του κερατόκωνου, σταθεροποιώντας τη νόσο, βελτιώνοντας την ανοχή στους φακούς επαφής και ενίοτε ακόμα και βελτιώνοντας την όρασή τους. Με τον τρόπο αυτό μπορεί είτε να αποφευχθεί είτε να καθυστερήσει η μεταμόσχευση κερατοειδούς, την οποία ειδάλλως σύμφωνα με έρευνες θα χρειαστεί το 40% των ασθενών με κερατόκωνο εντός της πρώτης εικοσαετίας από τη στιγμή της διάγνωσης (δηλαδή ένα πραγματικά πολύ μεγάλο ποσοστό τους).
Η επέμβαση αυτή είναι τεχνικά πολύ εύκολη, διαρκεί περίπου μία ώρα και γίνεται υπό τοπική νάρκωση με αναισθητικές σταγόνες. Αρχικά ενσταλάζονται κάθε 5 λεπτά σταγόνες βιταμίνης Β12 (ριβοφλαβίνης) και κατόπιν ακτινοβολείται ο κερατοειδής με υπεριώδη ακτινοβολία συγκεκριμένου μήκους κύματος και για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι να ενισχύονται οι διασυνδέσεις μεταξύ των ινών κολλαγόνου του κερατοειδούς, κάτι που αυξάνει την αντοχή του κερατοειδούς έως και 320% και συνολικά βελτιώνει την αρχιτεκτονική και τη δομή του.