ΠΑΙΔΟΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑ
Γιατί πρέπει να εξετάζονται τα παιδιά από τον οφθαλμίατρο;
Υπάρχουν πολλές οφθαλμολογικές νόσοι που καλούνται συγγενείς, ακριβώς επειδή εκδηλώνονται σε πολύ πρώιμη ηλικία, κάποιες μάλιστα ήδη από τη γέννηση των παιδιών. Η διάγνωση τέτοιων νόσων (που σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις υπάρχουν χωρίς να έχει το παιδί οποιοδήποτε σύμπτωμα) απαιτεί οφθαλμολογική εξέταση, ώστε να εφαρμοστεί κατά περίπτωση και η ανάλογη θεραπεία. Υπάρχουν όμως και άλλες συγγενείς ασθένειες του σώματος, που συνοδεύονται από οφθαλμολογικές διαταραχές και επομένως η εξέταση από τον οφθαλμίατρο συμβάλλει στη διάγνωσή τους.
Όλες αυτές οι συγγενείς νόσοι (είτε οι αμιγώς οφθαλμολογικές είτε αυτές του υπόλοιπου σώματος) είναι συνήθως πολύ σοβαρές αλλά σε γενικές γραμμές σπάνιες. Αυτό όμως που δεν είναι καθόλου σπάνιο είναι η λεγόμενη αμβλυωπία. Πρόκειται για μια κατάσταση δυνητικά πολύ επικίνδυνη, της οποίας όμως η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να σώσουν την όραση του παιδιού. Αμβλυωπία σημαίνει ότι ένα μάτι (σπανιότερα και τα δύο μάτια) γίνεται τεμπέλικο, δηλαδή πρακτικά δεν μαθαίνει να βλέπει. Συχνότερες αιτίες γι αυτό είναι ο στραβισμός, η ανισομετρωπία (όταν δηλαδή οι βαθμοί του διαθλαστικού σφάλματος των δύο ματιών διαφέρουν σημαντικά) και η αμετρωπία (δηλαδή οι υψηλοί βαθμοί διαθλαστικού σφάλματος των οφθαλμών), ενώ πιο σπάνια αίτια είναι ο συγγενής καταρράκτης και η συγγενής πτώση βλεφάρου. Σύμφωνα με έρευνες 15% των παιδιών έχουν κάποιο από τις παραπάνω διαταραχές, που οφείλουν να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν για να μην οδηγήσουν σε αμβλυωπία. Η έναρξη της θεραπείας σε κατά το δυνατόν μικρή ηλικία είναι υψίστης σημασίας, διότι ο εγκέφαλος του παιδιού διατηρεί αξιόλογη πλαστικότητα μέχρι την ηλικία των 6-7 ετών, η οποία μετά την ηλικία αυτή μειώνεται γρήγορα. Ως την ηλικία αυτή λοιπόν, είναι εφικτό με ειδικές τεχνικές να εξασκηθεί και να βελτιωθεί σημαντικά η όραση, κάτι που ειδικά μετά την ηλικία των 9 πια ετών είναι πρακτικά οριστικά αναποτελεσματικό.
Είναι ανεπίτρεπτο στις μέρες μας πλέον να υπάρχουν τόσα άτομα με αμβλυωπία (της οποίας τα ποσοστά φτάνουν δυστυχώς κοντά στο 10%), τη στιγμή που η διάγνωση και η αντιμετώπισή της είναι τόσο εύκολα. Αρκεί μια εξέταση του παιδιού από τον οφθαλμίατρο ΕΓΚΑΙΡΩΣ.
Τι συμπτώματα μπορεί να έχει το παιδί; Τι πρέπει να ανησυχήσει τους γονείς;
Το βασικό που οφείλουν να προσέξουν οι γονείς είναι πράγματα που κάνει το παιδί τους ασυναίσθητα, τα οποία όμως θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ότι δεν βλέπει επαρκώς. Τέτοια είναι για παράδειγμά το να κάθεται πολύ κοντά στην τηλεόραση ή να κρατάει πολύ κοντά στα μάτια το βιβλίο, το τάμπλετ ή το κινητό όταν διαβάζει κάτι. Τέτοια είναι και χαρακτηριστικές δυσκολίες στο σχολείο, που ενίοτε αντιλαμβάνεται ο δάσκαλος ή η τάση του παιδιού να επιλέγει τα μπροστινά θρανία, με την αιτιολογία, ότι όταν κάθεται πιο πίσω δεν μπορεί να δει τι είναι γραμμένο στον πίνακα. Άλλο ύποπτο σημείο είναι όταν το παιδί τρίβει συχνά τα μάτια του ή μισοκλείνει τα βλέφαρά του, δείγματα ότι τα μάτια του είναι κουρασμένα ή ότι προσπαθεί να δει καλύτερα. Όταν το παιδί έχει σημαντικό στραβισμό, αυτό είναι οφθαλμοφανές και οι γονείς του το φέρνουν στον οφθαλμίατρο. Μικρότερους στραβισμούς όμως ή λοιπές μη οφθαλμοφανείς διαταραχές μπορεί να τα υποψιαστούν οι γονείς αν το παιδί λαμβάνει περίεργες ή λοξές στάσεις/κλίσεις είτε του κεφαλιού είτε του σώματος, όταν διαβάζει ή βλέπει τηλεόραση. Σύμπτωμα που πρέπει να λαμβάνεται από τους γονείς πάντοτε σοβαρά υπόψιν είναι ο πονοκέφαλος. Συχνοί πονοκέφαλοι, που ιδίως εμφανίζονται ή επιδεινώνονται στο πέρασμα της μέρας ή μετά από δραστηριότητες που κουράζουν τα μάτια (πχ διάβασμα, σχολικές ασκήσεις κτλ.), πρέπει να είναι λόγος επίσκεψης στον οφθαλμίατρο, διότι συχνά η συνταγογράφηση γυαλιών οράσεων μπορεί να χαλαρώσει τους μύες των ματιών και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του πόνου. Ένα τελευταίο σημείο, που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η λεγόμενη λευκοκορία, αν δηλαδή σε κάποια φωτογραφία του παιδιού το ένα από τα δύο μάτια αντί για πορτοκαλοκόκκινο χρωματισμό της κόρης (λόγω του χρώματος του αμφιβληστροειδούς) έχει λευκό χρώμα. Αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι κάποια ασυμπτωματική αλλά σοβαρή παθολογία υποκρύπτεται και απαιτεί άμεση διευκρίνιση στον οφθαλμίατρο.
Τι εξετάζει ένας οφθαλμίατρος στα παιδιά;
Η εξέταση ξεκινάει με την μέτρηση της όρασης του παιδιού σε κάθε μάτι ξεχωριστά. Υπάρχουν διαφορετικά τεστ, που εφαρμόζονται ανάλογα με την ηλικία και τη συνεργασία του παιδιού, ώστε να εξάγονται πληροφορίες για την οπτική οξύτητα του παιδιού, ακόμα και στις μικρότερες ηλικίες, που τα παιδιά ακόμα δεν μιλάνε. Κατόπιν εξετάζεται η ικανότητα στερεοσκοπικής όρασης των παιδιών, επίσης με διαφορετικά τεστ, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Ακολουθούν η εξέταση της αντίδρασης της κόρης των ματιών στο φως, της κινητικότητας των οφθαλμών καθώς και της ικανότητας προσήλωσης (προσαρμογής) σε κοντινά αντικείμενα. Σημαντική εξέταση είναι η δοκιμασία κάλυψης, με την οποία αποκαλύπτεται αν το παιδί έχει στραβισμό και τι είδους, κατάσταση που δεν είναι πάντα ορατή διαφορετικά. Χάρις στην εξέταση αυτή δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, παιδί που δεν φαίνεται να έχει στραβισμό, να αποκαλύπτεται ότι έχει, και αντιστρόφως, παιδί που νομίζουν οι γονείς του ότι έχει στραβισμό, να αποκαλύπτεται ότι δεν έχει. Άλλη πολύ σημαντική εξέταση είναι η διαθλασιμετρία, που κάποιες φορές πρέπει να γίνεται σε κυκλοπληγία (αφού χορηγηθούν δηλαδή στο παιδί ειδικές σταγόνες προκειμένου να έχει η μέτρηση πιο αξιόπιστα αποτελέσματα). Πρόκειται για εκείνη τη μέτρηση που δείχνει αν και πόσους βαθμούς διαθλαστικού σφάλματος (δηλαδή μυωπίας, υπερμετρωπίας ή/και αστιγματισμού) έχει το παιδί, και άρα αν χρειάζεται γυαλιά οράσεως και ποια. Η οφθαλμολογική εξέταση ολοκληρώνεται με την οφθαλμοσκόπηση, με ειδική λυχνία δηλαδή εξετάζονται το πρόσθιο (πχ βλέφαρα, επιπεφυκότας, κερατοειδής, φακός) και το οπίσθιο τμήμα του ματιού (πχ αμφιβληστροειδής, οπτικό νεύρο) για την ανεύρεση τυχόν παθολογιών.
Πότε πρέπει να γίνεται ο πρώτος οφθαλμολογικός έλεγχος στα παιδιά;
Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που έχει καθιερώσει η οφθαλμολογική κοινότητα της Γερμανίας συστήνεται η πρώτη εξέταση των παιδιών από τον οφθαλμίατρο να γίνεται στην ηλικία των 6-12 μηνών (ιδίως αν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου όπως πχ πρόωρη γέννηση, στραβισμός κτλ.) προκειμένου να αποκλειστεί/αναγνωριστεί/αντιμετωπιστεί μια πιθανή αμβλυωπία ή ένας στραβισμός. Εάν δεν γίνει ο έλεγχος αυτός στην ηλικία αυτή, τότε πρέπει εξάπαντος να γίνει η εξέταση για τους ίδιους λόγους το αργότερο έως την ηλικία των 2,5-3,5 ετών. Εξαιρέσεις υπάρχουν δύο στον παραπάνω κανόνα: α. οφθαλμολογική εξέταση οφείλει να γίνει την πρώτη κιόλας εβδομάδα μετά τη γέννηση εάν το παιδί γεννηθεί με κάποια ανωμαλία των βλεφάρων, π.χ. πτώση ενός ή και των δύο βλεφάρων (”συγγενής βλεφαρόπτωση”) ή εάν υπάρχει υποψία για θολωμένο φακό (εάν πχ υπάρχει στην οικογένεια θετικό ιστορικό “συγγενούς καταρράκτη”). β. οφθαλμολογική εξέταση οφείλει να γίνει σε ηλικία 6-8 εβδομάδων, εάν για κάποιο λόγο το θεωρήσει ο παιδίατρος απαραίτητο (εάν για παράδειγμα υποψιάζεται κάποια συγγενή διαταραχή κατά τους πρώτους παιδιατρικούς του ελέγχους).
Πόσο συχνά πρέπει να ελέγχονται τα παιδιά από τον οφθαλμίατρο;
Η συχνότητα που πρέπει ένα παιδί να επισκέπτεται τον οφθαλμίατρο εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως την ηλικία του παιδιού, την κατάσταση των ματιών του και τυχόν συμπτώματα που έχει. Σε ένα υγιέστατο παιδί (σύμφωνα με την πρώτη οφθαλμολογική εξέταση, που γίνεται το αργότερο μέχρι την ηλικία των 3,5 ετών) απαιτείται επανεξέταση πριν το παιδί πάει στο σχολείο (δηλαδή το αργότερο μέχρι την ηλικία των 5,5-6 ετών) και μετά κάθε 6-12 μήνες, ανάλογα την εξέλιξη της ανάπτυξης των ματιών του παιδιού. Σε παιδιά όμως που είτε χρειάζονται γυαλιά είτε έχουν στραβισμό είτε διάφορες άλλες διαταραχές οι επανέλεγχοι πρέπει να είναι συχνότεροι, περίπου κάθε 3-6 μήνες, ανάλογα τη βαρύτητα των διαταραχών του παιδιού. Η κρίσιμη περίοδος είναι μέχρι την ηλικία των 10 ετών. Μετά την ηλικία αυτή μπορεί να μειωθεί η συχνότητα των επανελέγχων από μια φορά το χρόνο σε μια φορά κάθε δύο χρόνια, εκτός εάν το παιδί έχει οποιαδήποτε συμπτώματα, οπότε χρήζει αμεσότερης εξέτασης.
Πότε χρειάζεται το παιδί γυαλιά;
Το κατά πόσον ένα παιδί χρειάζεται γυαλιά είναι μια σημαντική απόφαση και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το είδος και το μέγεθος του διαθλαστικού σφάλματος, η ηλικία του παιδιού καθώς και τα συνοδά παράπονα που έχει, όπως πχ η μειωμένη όραση ή η ύπαρξη πονοκεφάλων, στραβισμού κτλ. Την απόφαση αυτή την λαμβάνει ο οφθαλμίατρος μετά από ειδικές μετρήσεις (διαθλασιμετρία σε κυκλοπληγία, εξέταση για στραβισμό κτλ.) και χρησιμοποιεί την εμπειρία του όπως και τα στοιχεία που συλλέγει κατά τη λήψη ιστορικού από το παιδί και από τους γονείς του. Χοντρικά όμως υπάρχουν και αλγόριθμοι που υποβοηθούν το έργο του οφθαλμιάτρου, όπως οι κάτωθι που συστήνει η γερμανική οφθαλμολογική κοινότητα (DOG – Deutsche Ophthalmologische Gesellschaft):
Α. αν το παιδί δεν έχει αμβλυωπία (αν δηλαδή έχει πλήρη όραση, με ή χωρίς γυαλιά) συνταγογραφούνται γυαλιά σε υπερμετρωπίες άνω των 3 βαθμών (αν το παιδί είναι έως 1 έτους από άνω των 4 βαθμών), σε μυωπίες άνω των 0,5 βαθμών, σε αστιγματισμό άνω του 1 βαθμού (αν το παιδί είναι έως 1 έτους από άνω των 3 βαθμών) και σε ανισομετρωπία (διαφορά βαθμών δηλαδή ανάμεσα στα δύο μάτια) άνω του 1 βαθμού. Τα παραπάνω κριτήρια πρέπει να ακολουθούνται με μεγαλύτερη αυστηρότητα αν το παιδί έχει συχνά πονοκεφάλους. Τότε για παράδειγμα θα πρέπει να δοκιμάζονται γυαλιά πχ και για υπερμετρωπίες κάτω των 3 βαθμών.
Β. αν το παιδί έχει αμβλυωπία ή έχει στραβισμό πρέπει να συνταγογραφούνται πάντοτε γυαλιά, ανεξαρτήτως του είδους του διαθλαστικού σφάλματος και των βαθμών του.