ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΠΙΑ
Τι είναι η υπερμετρωπία;
Οι εικόνες που βλέπουμε γίνονται ευκρινώς ορατές όταν οι ακτίνες φωτός από τα είδωλα αυτά εστιάζονται ακριβώς πάνω στον αμφιβληστροειδή μας χιτώνα. Η κατάσταση αυτή καλείται εμμετρωπία. Υπερμετρωπία είναι μία διαθλαστική ανωμαλία, κατά την οποία οι ακτίνες φωτός από τα είδωλα που κοιτάζουμε εστιάζονται πίσω από τον αμφιβληστροειδή και μάλιστα όσο πιο πίσω από τον αμφιβληστροειδή, τόσο περισσότεροι είναι οι βαθμοί της υπερμετρωπίας και τόσο πιο θολή η εικόνα που αντιλαμβανόμαστε. Ένα χιλιοστό πιο πίσω από τον αμφιβληστροειδή αντιστοιχεί περίπου σε 3 βαθμούς υπερμετρωπίας.
Τι είδη υπερμετρωπίας υπάρχουν;
Όπως και η μυωπία, έτσι και η υπερμετρωπία χωρίζεται στην αξονική και τη διαθλαστική μορφή. Συνηθέστερη μορφή είναι η αξονική υπερμετρωπία. Αυτό σημαίνει ότι τα είδωλα εστιάζονται πίσω από τον αμφιβληστροειδή γιατί ο άξονας του ματιού (η απόσταση δηλαδή μεταξύ του πιο προσθίου τμήματος του οφθαλμού, δηλαδή του κερατοειδή και του πιο οπισθίου, δηλαδή του αμφιβληστροειδούς) είναι μικρότερος, κοντύτερος του φυσιολογικού. Το άλλο είδος υπερμετρωπίας καλείται διαθλαστική υπερμετρωπία και αιτία είναι η μειωμένη διαθλαστική ισχύς του συστήματος κερατοειδής-φακός. Τέλος υπάρχουν και οι μικτές υπερμετρωπίες, όπου συνυπάρχει μειωμένο μήκος του οφθαλμού και μειωμένη διαθλαστική ισχύς του συστήματος κερατοειδής-φακός.
Πότε εμφανίζεται και πότε σταματάει να αυξάνεται η υπερμετρωπία;
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν γεννιούνται έχουν κάποιους βαθμούς υπερμετρωπίας, διότι όπως είναι λογικό το μήκος του οφθαλμού του νεογέννητου είναι μικρότερο του φυσιολογικού. Όσο όμως μεγαλώνουν σε ηλικία, ψηλώνουν, μεγαλώνει και το μήκος του οφθαλμού και συνήθως έτσι μειώνεται η υπερμετρωπία. Ο βολβός του οφθαλμού γενικά μπορεί να αυξάνεται σε μήκος έως και την ηλικία των 20-22 ετών. Τότε σταθεροποιείται το μήκος του και έκτοτε δεν αναμένεται περαιτέρω αλλαγή των βαθμών της υπερμετρωπίας.
Τι συμπτώματα έχει η υπερμετρωπία;
Α. Οι υπερμέτρωπες έχουν ως βασικό σύμπτωμα το ότι βλέπουν θολά τα αντικείμενα που βρίσκονται τόσο σε μακρινές όσο και σε κοντινές αποστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς παραπονιούνται ότι δεν βλέπουν ευκρινώς στην τηλεόραση (και γι αυτό υποσυνείδητα κάθονται πολύ κοντά της), δυσκολεύονται κατά την οδήγηση (πχ στην αναγνώριση ταμπελών που βρίσκονται μακριά) ή για παράδειγμα οι μαθητές στον πίνακα (και γι αυτό έχουν επίσης την τάση να κάθονται μόνο στα μπροστινά θρανία). Η διαφορά με τη μυωπία είναι ότι η κοντινή όραση είναι επίσης επηρεασμένη (ανάλογα και τους βαθμούς της υπερμετρωπίας), το οποίο σημαίνει δυσκολίες στο διάβασμα.
Β. Υπάρχουν ωστόσο ασθενείς που έχουν κάποιους βαθμούς υπερμετρωπίας (συνήθως όμως όχι πολλούς) και δεν αντιλαμβάνονται απολύτως κανένα πρόβλημα στην όρασή τους. Αυτό γίνεται διότι οι ασθενείς με υπερμετρωπία αντισταθμίζουν μερικώς το διαθλαστικό αυτό σφάλμα με τη υποσυνείδητη χρήση της λεγόμενης «προσαρμογής». Πρόκειται για την ασυναίσθητη χρήση ενός εσωτερικού οφθαλμικού μυός (του ακτινωτού μυός) που ενεργοποιείται στους υγιείς φυσιολογικούς εμμέτρωπες στην κοντινή όραση, δηλαδή για το διάβασμα, αλλά στους υπερμέτρωπες είναι σε συνεχή τάση τόσο για την μακρινή όσο και για την κοντινή όραση. Συνέπεια της υπερχρησιμοποίησης και κόπωσης του μυός αυτού σε όσους έχουν υπερμετρωπία είναι τα λεγόμενα «ασθενωπικά συμπτώματα», δηλαδή πονοκέφαλοι, πόνος στα μάτια ή στο μέτωπο, μάτια κόκκινα, ξηρά και κουρασμένα κτλ.
Γ. Ένα τελευταίο πιθανό σύμπτωμα της υπερμετρωπίας είναι ότι τα συμπτώματα της πρεσβυωπίας (το ότι δηλαδή το βιβλίο ή η εφημερίδα πρέπει να κρατιούνται όλο και πιο μακριά από τα μάτια για να μπορούν να διαβαστούν με άνεση) αρχίζουν νωρίτερα του αναμενομένου, όχι δηλαδή περίπου στην ηλικία των 45-50ετών αλλά ακόμα και σε ηλικίες 40-45 ετών.
Πώς αντιμετωπίζεται η υπερμετρωπία; (η θεραπεία της υπερμετρωπίας)
Η υπερμετρωπία μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε με γυαλιά οράσεως είτε με φακούς επαφής. Πέραν αυτών όμως των παραδοσιακών μέσων υπάρχει πλέον αλματώδης ανάπτυξη στο χώρο της διαθλαστικής χειρουργικής. Υπάρχουν διαφορετικές τεχνικές, είτε με τη χρήση του λέιζερ είτε με ειδικούς ενδοφακούς, που μπορούν να αντιμετωπίσουν τη υπερμετρωπία με εξαιρετικά αποτελέσματα, και μπορούν να εφαρμοστούν, όταν πια οι βαθμοί υπερμετρωπίας έχουν σταθεροποιηθεί (βλέπε διαθλαστική χειρουργική).